- ψώνισμα
- και ψούνισμα, το, Ν [ψωνίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψωνίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψώνισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ψωνίζω, η αγορά τροφίμων ή άλλων χρειωδών: Βγήκε έξω για ψώνισμα κι ακόμη δεν επέστρεψε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγόρασμα — το (Α ἀγόρασμα) [ἀγοράζω] οτιδήποτε αγοράζεται ή πωλείται, το εμπόρευμα, το ώνιο, το ψώνιο νεοελλ. η ενέργεια τού αγοράζω, το να αγοράζει κανείς κάτι, ψώνισμα … Dictionary of Greek
επαγορασμός — ἐπαγορασμός, ο (Μ) αγορά, ψώνισμα … Dictionary of Greek
υποψωνώ — έω, Α κλέβω, γελώ κάποιον στο ψώνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀψωνῶ «ψωνίζω»] … Dictionary of Greek
ψούνισμα — το, Ν (διαλ. τ.) βλ. ψώνισμα … Dictionary of Greek
ψούνος — το, Ν (ιδιωμ. τ.) το ψώνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από ψουνίζω (πρβλ. θερίζω > θέρος)] … Dictionary of Greek
ψωνισιά — και ψουνισιά, η, Ν ψώνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωνίζω, κατά τα θηλ. σε ιά] … Dictionary of Greek
αγορά — η 1. η προμήθεια με χρήματα πραγμάτων, το ψώνισμα: Σήμερα έχω να κάνω ορισμένες αγορές. 2. ο ορισμένος για αγοραπωλησίες τόπος: Πάω στην αγορά για ψώνια. 3. η προσφορά και ζήτηση στα χρηματιστήρια διαφόρων αξιών ή εμπορευμάτων: Η αγορά σήμερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψούνισμα — το, ατος βλ. ψώνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)